- τριβουνάλιον
- και τριβουνάριον, τὸ, ΜΑ, και τριβωνάλιον Μπλατεία στην Κωνσταντινούπολη όπου γινόταν η ανάρρηση τών αυτοκρατόρωνμσν.1. δικαστήριο2. εξέδρα βασιλιά ή στρατηγού3. το ιερό τής εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tribunal, -alis «βήμα, εξέδρα, δικαστήριο»].
Dictionary of Greek. 2013.